ισοδύναμος

ισοδύναμος
-η, -ο (ΑΜ ἰσοδύναμος, -ον)
1. ο ίσος με άλλον κατά τη δύναμη, την ισχύ ή την ενέργεια άσχετα με τις μεταξύ τους διαφορές (α. «τα δύο κόμματα υπολογίζονται ισοδύναμα» β. «ισοδύναμες τροφές» — λέγεται για θρεπτικές ουσίες που, σε διαφορετικό βάρος, έχουν την ίδια ενεργειακή αξία)
2. αυτός που είναι ίσος ή θεωρείται ίσος με άλλον ως προς την αξία, τη σημασία ή τη σπουδαιότητα (α. «ἱσοδύναμες προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν την ίδια κρίση με διαφορετική διατύπωση
β. «λογισθὲν ἰσοδύναμον τὸ ποτὸν αἵματι», ΠΔ)
3. το ουδ. ως ουσ. το ισοδύναμο(ν)
η ισοδυναμία*.
επίρρ...
ισοδυνάμως και ισοδύναμα (ΑΜ ἰσοδυνάμως)
με ισοδύναμο τρόπο, με ισοδυναμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -δύναμος (< δύναμις), πρβλ. αρτιο-δύναμος, μεγαλο-δύναμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοδύναμος — equal in force masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοδύναμος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια δύναμη, αξία ή σπουδαιότητα με κάτι άλλο: Ισοδύναμα κλάσματα. – Ισοδύναμες ομάδες. 2. αυτός που έχει ίδια σημασία: Ισοδύναμες προτάσεις. 3. Το ουδ. ως ουσ., ισοδύναμο δύναμη, ποσότητα ή αξία ίση προς κάποια άλλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσοδυνάμως — ἰσοδύναμος equal in force adverbial ἰσοδύναμος equal in force masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδύναμον — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem acc sg ἰσοδύναμος equal in force neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδυνάμοις — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδυνάμου — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδυνάμους — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδυνάμων — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδυνάμῳ — ἰσοδύναμος equal in force masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδύναμα — ἰσοδύναμος equal in force neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”